Σαν σήμερα: 12 χρόνια από την τραγωδία της Marfin -Οι τρεις νεκροί ακόμη περιμένουν δικαίωση

Σαν σήμερα: 12 χρόνια από την τραγωδία της Marfin -Οι τρεις νεκροί ακόμη περιμένουν δικαίωση

Μια «μαύρη» επέτειος

Δώδεκα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το έγκλημα της Marfin που στιγμάτισε την Ελλάδα, με τρεις νεκρούς, μία εκ των οποίων έγκυος, και 21 τραυματίες.

Η 5η Μαΐου 2010 είχε κηρυχθεί ημέρα γενικής απεργίας και πορείας προς τη Βουλή από την ΓΣΕΕ, το ΑΔΕΔΥ και το ΠΑΜΕ. Λίγες μέρες νωρίτερα η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε ανακοινώσει αυστηρά μέτρα οικονομικής λιτότητας στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης που είχε ξεσπάσει στις αρχές του 2010. Η πορεία της Αθήνας ήταν μία από τις μεγαλύτερες που έχει καταγραφεί στην Ελλάδα στην πρόσφατη ιστορία της, με τον αριθμό των διαδηλωτών να εκτιμάται μεταξύ 120.000 και 150.000.

Στο υποκατάστημα της τράπεζας Marfin, μία υπάλληλος δήλωσε πως τη κρίσιμη μέρα μπαίνοντας στο κτίριο για να εργαστεί είδε γραμμένο ένα σύνθημα δεξιά στην τζαμαρία που έλεγε “φωτιά στους υπαλλήλους”, ενώ διαδηλωτές με καλυμμένα χαρακτηριστικά είχαν συγκεντρωθεί από νωρίς. Ενώ η κύρια πορεία των διαδηλωτών ανέβαινε την οδό Σταδίου κατευθυνόμενη προς τη πλατεία Συντάγματος, περίπου στις 2 παρά πέντε μ.μ. η ομάδα κουκουλοφόρων επιτέθηκε στο κτίριο της Μαρφίν που βρισκόταν στον αριθμό 23.

Αυτόπτης μάρτυρας ανέφερε ότι άτομα με κουκούλες έσπασαν με 3-4 χτυπήματα τα τζάμια και έριξαν εύφλεκτο υλικό και βόμβες μολότοφ. Είναι συνήθης πρακτική οι τζαμαρίες των τραπεζών να ενισχύονται με νοβοπάν για να καθυστερείτε το σπάσιμο, ωστόσο εκείνη τη μέρα αυτό δεν είχε γίνει. Από τους συγκεντρωμένους εκείνη τη στιγμή υπήρχε διαφορετική αντιμετώπιση, μερικοί τους ενθάρρυναν ενώ άλλοι τους παρότρυναν να σταματήσουν. Σύντομα βαρύς καπνός τύλιξε όλο το υποκατάστημα. Οι περισσότεροι υπάλληλοι στοιβάχτηκαν στον μικρό φωταγωγό που επικοινωνούσε μέσω πλέγματος με την ταράτσα, το οποίο πλέγμα ένας εξ αυτών κατάφερε και έσπασε. Στη συνέχεια αναρριχήθηκαν από τον φωταγωγό στη στέγη, απ’ όπου πήδηξαν σε διπλανό κτίριο σπάζοντας τη τζαμαρία του με καδρόνι.[5] Ακόμα και όταν το ισόγειο καιγόταν και κάποιοι υπάλληλοι για να σωθούν είχαν βγει στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, ακούγονταν συνθήματα όπως «να καείτε ρε π…» και «κάψτε τους πλούσιους», ενώ αυτόπτης μάρτυρας κατέθεσε πως το συγκεντρωμένο πλήθος τους πετούσε πέτρες. Απο την άλλη, μετανάστες που είχαν αφήσει το μπλοκ τους προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα για απεγκλωβισμό, και το πλήθος διευκόλυνε τη διέλευση της Πυροσβεστικής.

Νεκροί ανασύρθηκαν η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, 32 ετών (έγκυος 4 μηνών), ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης, 36 ετών και η Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών.

Αυτοί εγκλωβίστηκαν από τις φλόγες στον 3ο όροφο του κτιρίου με αποτέλεσμα να πεθάνουν από ασφυξία. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή Φίλιππο Κουτσάφτη «Ο καπνός και τα τοξικά αέρια από την καύση των πλαστικών και χαρτικών τους σκότωσαν σχεδόν αμέσως. Απώλεσαν τις αισθήσεις τους και λίγο μετά πέθαναν». Όταν βρέθηκαν είχαν τα στόματά τους ανοιχτά και τα πρόσωπά τους ήταν μαύρα από τον καπνό. Φαίνεται πως είχαν προσπαθήσει να βγουν από το εσωτερικό του κτιρίου από την πόρτα της ταράτσας, η οποία όμως δεν άνοιγε.

Κάποιες ομάδες με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά, από αυτές που κινούνταν παράλληλα προς την πορεία, είχαν προσπαθήσει να πραγματοποιήσουν εμπρηστική επίθεση σε βιβλιοπωλείο της αλυσίδας Ιανός που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την τράπεζα (Σταδίου 24) και σε μίνι-μάρκετ, αλλά αποτράπηκαν εν μέσω αντιδράσεων από άλλους αναρχικούς για τις ζωές των εργαζομένων.

Αντιδράσεις

Το γεγονός έγινε γρήγορα γνωστό στον πανελλήνιο και διεθνή χώρο και σχολιάστηκε με διάφορους τρόπους από πολιτικούς, ΜΜΕ και ανώνυμους στο διαδίκτυο.Ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου έκανε λόγο για «ωμή δολοφονική ενέργεια».

Το ΚΚΕ το χαρακτήρισε «έγκλημα με στόχο την τρομοκράτηση του λαού, τη συκοφάντηση του αγώνα για την ανατροπή των βάρβαρων μέτρων, της αντιλαϊκής πολιτικής». Σε άρθρο της η Αφροδίτη Πολίτη στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία αναφέρθηκε σε προβοκάτσια. Η εφημερίδα Ριζοσπάστης ομοίως αναφέρθηκε σε καλά στημένη προβοκάτσια. Δεκάδες αναρχικές συλλογικότητες καταδίκασαν το γεγονός μεταξύ άλλων ως αντικοινωνική βία, ενώ μέλος της ΣΠΦ χαρακτήρισε το γεγονός ως παράπλευρη απώλεια.

Την ίδια μέρα της επίθεσης, η Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδος, κήρυξε 24ωρη απεργία για την επομένη (6 Μαΐου 2010), με αφορμή το συμβάν των τριών νεκρών της Marfin. Η ΟΤΟΕ σε ανακοίνωσή της, επέρριψε την ηθική ευθύνη για τον εμπρησμό στην «…ασκούμενη πολιτική, στην επιχειρησιακή στάση της αστυνομίας αλλά και στις διοικήσεις των τραπεζών που εμποδίζουν τη συμμετοχή των εργαζομένων στις κινητοποιήσεις, ενώ με την ανευθυνότητά τους δεν λαμβάνουν εγκαίρως όλα τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας…»  καταλογίζοντας στην διοίκηση της τράπεζα ευθύνες για ελλιπή πυροπροστασία και για την παρουσία προσωπικού στο υποκατάστημα ενώ εξελισσόταν η διαδήλωση και γνωρίζοντας ότι οι τράπεζες αποτελούν συχνά στόχο επίθεσης.

Η διοίκηση της τράπεζας με ανακοίνωση – απάντηση κατηγόρησε την ΟΤΟΕ πως «…αφιέρωσε τρεις μόνον γραμμές εναντίον των απάνθρωπων δολοφόνων και όλο το υπόλοιπο κείμενο εναντίον της κακιάς εργοδοσίας για δήθεν έλλειψη μέτρων ασφαλείας…», ενώ καταδίκασε και αυτή τα γεγονότα. Όταν ο πρόεδρος της τράπεζας Marfin Ανδρέας Βγενόπουλος επισκέφτηκε το υποκατάστημα λίγες ώρες μετά τον εμπρησμό, δέχτηκε έντονες αποδοκιμασίες και ρίψη μπουκαλιών από το συγκεντρωμένο πλήθος.

Στη συνέχεια, εργαζόμενοι από την τράπεζα και ο σύζυγος της νεκρής Αγγελικής Παπαθανασοπούλου κινήθηκαν νομικά κατά της διοίκησης της τράπεζας.

Η συμμετοχή του κόσμου μετά το “τεράστιο σοκ”της τραγωδίας στις πορείες μειώθηκε αισθητά ενώ το αναρχικό κίνημα απώλεσε την “ιδεολογική νομιμοποίηση” για πολιτική βία που είχε μέχρι εκείνη την στιγμή. Μετά το γεγονός το αναρχικό κίνημα μετακινήθηκε πολιτικά περισσότερο στην ενασχόληση του με τις πολιτικές ταυτότητας αντί των πιο επαναστατικών διαδικασιών.

Παράλληλα, ο αναρχικός χώρος πέρασε περίοδο εσωστρέφειας, ενώ προκρίθηκαν τα πιο φιλειρηνικά στοιχεία εντός του κινήματος κάτι που συνέβαλε τελικά στη δημιουργία του “μη βίαιου” κινήματος των πλατειών το 2011.

Ποινικές διώξεις και καταδίκες

Ως ύποπτος για τον εμπρησμό της Μαρφίν συνελήφθη ένα άτομο, το οποίο παραπέμφθηκε σε δίκη για τα εγκλήματα της «ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως τελεσθείσας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά συναυτουργία και κατά συρροή τετελεσμένης και εν απόπειρα, της εκρήξεως εκ της οποίας επήλθε θάνατος και κίνδυνος για ανθρώπους και ξένα πράγματα, της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικής βόμβας και της απρόκλητης φθοράς ξένης περιουσίας διά εκρήξεως από πρόσωπο που είχε καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του». Το βούλευμα αναφέρει ότι υπήρχαν και άλλα δύο άτομα αυτουργοί του εμπρησμού, τα οποία είναι άγνωστα. Ταυτόχρονα παραπέμφθηκε σε δίκη ένα ακόμα πρόσωπο για τον εμπρησμό στο βιβλιοπωλείο “Ιανός”.

Μετά από πολλές αναβολές, η δίκη ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2016 χωρίς κάποιος από τους αυτουργούς του εμπρησμού να έχει καταδικαστεί. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος αυτοχαρακτηρίζεται αναρχικός, κρίθηκε ομόφωνα αθώος από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών «ελλείψει ικανών ενδείξεων ενοχής». Αυτόπτες μάρτυρες κατέθεσαν στη δίκη ότι ο εμπρησμός έγινε από ομάδα που είχε δομή και ήταν συντεταγμένη. Πυροσβέστες κατέθεσαν ότι κάποιοι διαδηλωτές τους εμπόδιζαν να προσεγγίσουν ενώ άλλοι προσπαθούσαν να τους απομακρύνουν, αλλά γενικά το μεγάλο πλήθος των διαδηλωτών τους διευκόλυνε να φτάσουν στο υποκατάστημα.

Σε άλλη δίκη που ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2013 κρίθηκαν ένοχοι ο διευθύνων σύμβουλος της Marfin, ο υπεύθυνος ασφαλείας του κτιρίου και η διευθύντρια του καταστήματος για φόνο εξ αμελείας τριών υπαλλήλων, τις σωματικές βλάβες άλλων 21 υπαλλήλων και για πολλαπλές παραλείψεις στα μέτρα πυρασφάλειας και στην εκπαίδευση του προσωπικού. Συγκεκριμένα, στο πόρισμα που συνέταξε ο τεχνικός επιθεωρητής του Υπουργείου Εργασίας αναφέρεται πως η έξοδος κινδύνου ήταν κλειδωμένη και πως για να ανοίξει ήταν απαραίτητη η χρήση τηλεχειριστήριου, το οποίο βρισκόταν στην κατοχή της διευθύντριας.

Μία εργαζόμενη κατέθεσε πως είχε γίνει μία φορά επίδειξη χρήσης των πυροσβεστήρων, και μία άλλη πως είχαν διανεμηθεί στο προσωπικό ενημερωτικά φυλλάδια για θέματα πυροπροστασίας. Όλοι οι εργαζόμενοι κατέθεσαν πως δεν είχε γίνει ποτέ άσκηση εκκένωσης του κτιρίου. Επίσης το υποκατάστημα δεν διέθετε το απαιτούμενο από το νόμο πιστοποιητικό πυρασφάλειας. Επιπλέον, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, όχι μόνο δεν είχε δοθεί εντολή στους υπαλλήλους να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους πριν τον εμπρησμό, όταν ήδη υπήρχαν φόβοι για σοβαρά επεισόδια στην πορεία που διέσχιζε τη Σταδίου, αλλά αντίθετα τους είχε δοθεί η οδηγία να εργαστούν κανονικά.

Τα τρία στελέχη της τράπεζας καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης, οι δύο πρώτοι 22 ετών (θα εκτίσουν 10 χρόνια με αναστολή) και η διευθύντρια του καταστήματος πέντε ετών και ενός μήνα. Εκ των υστέρων έγινε γνωστό ότι οι υπάλληλοι βρίσκονταν στη τράπεζα εκείνη τη μέρα παρόλο που είχε κηρυχτεί γενική απεργία από φόβο μην απολυθούν.

Επίσης έγιναν αγωγές θυμάτων και συγγενών τους κατά της τράπεζας. Ορίστηκε η καταβολή αποζημίωσης περίπου 1,1 εκατομμυρίου ευρώ στους συγγενείς ενός θύματος και 720.000 ευρώ στους υπαλλήλους που εγκλωβίστηκαν στο κτίριο.