Τέμπη: Ειδική επιτροπή για την διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών του ζητά ο Σπίρτζης από τη Βουλή

Τέμπη: Ειδική επιτροπή για την διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών του ζητά ο Σπίρτζης από τη Βουλή

«Ελπίζω και εύχομαι ανάλογο αίτημα να υποβάλουν και τα υπόλοιπα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα» αναφέρει στην επιστολή του ο κ. Σπίρτζης

Την σύσταση ειδικής επιτροπής για τη διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών του αναφορικά με το δυστύχημα στα Τέμπη ζητεί με επιστολή του προς τον πρόεδρο της Βουλής, Κώστα Τασούλα ο πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός Μεταφορών, Χρήστος Σπίρτζης.

Στην επιστολή του τονίζει ότι «από τις πρώτες ημέρες μετά το δυστύχημα έχω βρεθεί έκθετος, χωρίς κανένα λόγο και καμία αιτιολόγηση και συνεχίζει σημειώνοντας:

«Ελπίζω και εύχομαι ανάλογο αίτημα να υποβάλουν και τα υπόλοιπα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα, για να οικοδομηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας, δίνοντας στους πολίτες το μήνυμα ότι δεν κρυβόμαστε πίσω από την ασυλία».

Σε δηλώσεις του από τη Βουλή ο κ. Σπίρτζης ανέφερε: «Επισκέφθηκα τον πρόεδρο και ζήτησα την ενεργοποίηση του άρθρου 86 παράγραφος 5 που ορίζει ότι ενας πρώην υπουργός μπορεί να ζητήσει την διερεύνηση κατηγοριών στο πρόσωπο μου. Καλύπτω το χρέος μου στην μνήμη και στον αγώνα που κάνουν οι γονείς για να διερευνηθεί οποιαδήποτε πτυχή. Εύχομαι να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο και οι υπόλοιποι υπουργοί και νομίζω ότι είναι μια ευκαιρία να απαντήσω και στην επιστολή της ευρωπαίας εισαγγελέως. Με απόφαση της διάσκεψης των προέδρων και της Ολομέλειας. Ο Πρόεδρος της Βουλής επικοινώνησε με την αρμόδια νομική υπηρεσία και θα το μεταφέρει στην διάσκεψη των προέδρων».

Η επιστολή του κ. Σπίρτζη:

«Αξιότιμε Κύριε Πρόεδρε της Βουλής των Ελλήνων

Όπως γνωρίζετε, η Βουλή έχει απορρίψει προτάσεις για την συγκρότηση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, ως προς την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για την ποινική διερεύνηση του τραγικού δυστυχήματος (εγκλήματος, κατ’εμέ) των Τεμπών και ειδικότερα για τις ευθύνες πολιτικών προσώπων, ως προς αυτό. Αλλά και με το πόρισμα (της πλειοψηφίας) της Εξεταστικής Επιτροπής για «τη διερεύνηση του εγκλήματος των Τεμπών και όλων των πτυχών που σχετίζονται με αυτό» είναι φανερό ότι δεν διαλευκάνθηκαν τυχόν ευθύνες για την διαχείριση της Σύμβασης 717 του 2014 και για την ΕΡΓΟΣΕ.

Τούτων δοθέντων, είναι φανερό ότι δεν μου δόθηκε η ευκαιρία, παρότι το ζήτησα σε όλους τους τόνους, να αντιμετωπίσω τις ποικίλες υπόνοιες ή/και κατηγορίες που εκτοξεύτηκαν εις βάρος μου για την περίοδο 2015 – 2019, που διετέλεσα Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να απαντήσω στην επιστολή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η οποία ζητεί, εκτός των άλλων, τη διερεύνηση της Σύμβασης 717 του 2014, της ΕΡΓΟΣΕ, για την πιθανή τέλεση «παράβασης καθήκοντος» εκ μέρους μου, χωρίς όμως να αναφέρεται πουθενά σε πράξεις ή παραλείψεις που θα μπορούσαν να την στοιχειοθετήσουν.

Ως εκ τούτου, αξιότιμε κύριε Πρόεδρε, θεωρώ ότι από τις πρώτες ημέρες μετά το δυστύχημα έχω βρεθεί έκθετος, χωρίς κανένα λόγο και καμία αιτιολόγηση, σε μία προπαγανδιστική τακτική διάχυσης ευθυνών, καθαρά για μικροπολιτικούς λόγους και άλλες πολιτικές σκοπιμότητες, με στόχο την εμπλοκή του ονόματος μου, γενικά και αόριστα, στην χορεία των υπαιτίων του δυστυχήματος/εγκλήματος.

Θεωρώ λοιπόν χρέος μου:

Πρώτον, να υπερασπισθώ την προσωπικότητά μου και την εν γένει πορεία και το έργο μου απέναντι σε οποιαδήποτε προσβολή και σε οποιαδήποτε απόπειρα σπίλωσης.

Δεύτερον, να τιμήσω έμπρακτα και όχι στα λόγια την μνήμη των θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών και την τόσο αξιοπρεπή αγωνιστική στάση των οικογενειών και των οικείων τους, ενώνοντας τις δυνάμεις μου με όλους τους Συμπολίτες μου που δίνουν τη μάχη για την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης, προκειμένου να απονεμηθεί δικαιοσύνη για την τραγωδία/έγκλημα των Τεμπών.

Με βάση τα ανωτέρω, για να μην μείνει καμία σκιά ως προς τις δικές μου ευθύνες αλλά και για να αποκαλυφθούν έμμεσα οι πραγματικοί υπαίτιοι, ζητώ την ενεργοποίηση, ως προς το πρόσωπό μου, του άρθρου 86 παρ. 5 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο:

«Αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας».

Θεωρώντας αυτονόητο, αξιότιμε κύριε Πρόεδρε, ότι συντρέχουν πλήρως οι προϋποθέσεις που θέτει η ως άνω διάταξη –δεδομένου μάλιστα ότι και η παραγραφή ήταν ένας από τους λόγους που επανειλημμένα αναφέρθηκαν για να δικαιολογηθεί η απόρριψη του αιτήματος δικαστικής διερεύνησης των αδικημάτων που φέρονται να μου αποδίδονται– παρακαλώ να κινήσετε ως τάχιστα την διαδικασία για την ικανοποίηση του αιτήματός μου, σύμφωνα και με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 155 παρ. 12 του Κανονισμού της Βουλής, που όπως γνωρίζετε ορίζει ότι:

«Στην ειδική επιτροπή της προηγούμενης παραγράφου [δηλ. του άρθρου 86 παρ. 5 που το επαναλαμβάνει η παρ. 11 του ΚαΒ] προεδρεύει ένας από τους Αντιπροέδρους της Βουλής. Ο αριθμός των μελών, η σύνθεση και η συγκρότησή της σε Σώμα καθορίζονται με την απόφαση της Βουλής. Με την ίδια απόφαση ορίζεται προθεσμία υποβολής του πορίσματός της. Μετά την υποβολή του πορίσματος, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου ή των κληρονόμων του ή πρόταση του ενός δεκάτου (1/10) του συνολικού αριθμού των Βουλευτών, μετά από απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων διεξάγεται συζήτηση στη Βουλή, που ολοκληρώνεται σε μία συνεδρίαση».

Ελπίζω και εύχομαι ανάλογο αίτημα να υποβάλουν και τα υπόλοιπα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα, για να οικοδομηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας, δίνοντας στους πολίτες το μήνυμα ότι δεν κρυβόμαστε πίσω από την ασυλία…

Με την ευκαιρία, κ. Πρόεδρε, θέλω να τονίσω ότι θα υποστηρίξω με κάθε τρόπο το δίκαιο αίτημα των συγγενών των θυμάτων και σχεδόν ενάμιση εκατομμυρίου συμπολιτών μας, για την περαιτέρω τροποποίηση του θεσμού της ευθύνης υπουργών, ευελπιστώντας ότι τελικά και η Βουλή θα τείνει ευήκοον ούς και θα ολοκληρώσει το δειλό βήμα της προηγούμενης συνταγματικής αναθεώρησης, με την οριστική κατάργηση της ασυλίας των υπουργών και την ανάθεση της αρμοδιότητας για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά αυτών αποκλειστικά στα Δικαστήρια (με αυξημένες, πάντως, εγγυήσεις)».